ανεγκωμίαστος

ανεγκωμίαστος
-η, -ο (AM ἀνεγκωμίαστος, -ον)
αυτός που δεν εγκωμιάστηκε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀνεγκωμίαστος — not praised masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεγκωμίαστος — η, ο αυτός που δεν εγκωμιάστηκε, δεν εξυμνήθηκε: Δε στενοχωριόταν καθόλου που είχε μείνει ανεγκωμίαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεγκωμίαστον — ἀνεγκωμίαστος not praised masc acc sg ἀνεγκωμίαστος not praised neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεγκωμίαστα — ἀνεγκωμίαστος not praised neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεγκωμίασται — ἀνεγκωμίαστος not praised fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”